ἀραιότης

ἀραιότης
ἀραιότης
looseness of substance
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀραιοτήτων — ἀραιότης looseness of substance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότησι — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότησιν — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητα — ἀραιότης looseness of substance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητας — ἀραιότης looseness of substance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητες — ἀραιότης looseness of substance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητι — ἀραιότης looseness of substance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητος — ἀραιότης looseness of substance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραιότητα — η (Α ἀραιότης) 1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα 2. σπανιότητα, σποραδικότητα …   Dictionary of Greek

  • φοργάνη — ή φοργόνη Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀραιότης» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”